- ὑπεριδρύσεις
- ὑπεριδρύ̱σεις , ὑπέρ-ἱδρύωmake to sit downaor subj act 2nd sg (epic)ὑπεριδρύ̱σεις , ὑπέρ-ἱδρύωmake to sit downfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερίδρυσις — ύσεως, ἡ, Α [ὑπεριδρύω] εκκλ. μυστική ίδρυση («καλοῡσι τὰς ἑνώσεις τὰς θείας κρυφίας καὶ ἀνεκφοιτήτους ὑπεριδρύσεις», Διον. Αρεοπ.) … Dictionary of Greek